- καμιζόλα
- camisole
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καμιζόλα — η είδος φαρδιού και ελαφρού γυναικείου πουκάμισου, ευρύχωρος γυναικείος χιτώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. camisole < ιταλ. camiciola, υποκορ. τού λατ. camicia «γυναικείο πουκάμισο»] … Dictionary of Greek
καμιζόλα — η (λ. ιταλ.), είδος ευρύχωρου γυναικείου πουκάμισου: Της αρέσει να φορεί καμιζόλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εσωκάρδιο — και σωκάρδι, το 1. γιλέκο 2. εσωτερικό στηθαίο ένδυμα τών γυναικών, καμιζόλα, μπούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κάρδιο < καρδιά (πρβλ. μυο κάρδιο)] … Dictionary of Greek